- ψαρής
- -ιά, -ί, και ψαρύς, -ιά, -ύ, Ν1. (για πρόσ.) αυτός που έχει γκρίζα μαλλιά, ψαρός2. (για ζώα και κυρίως για άλογα) αυτός που έχει τρίχωμα γκρίζου χρώματος3. το αρσ. ως ουσ. ο ψαρήςτο γκρίζο άλογο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψαρός* (< ψάρ «είδος πουλιού») + κατάλ. -ής, δηλωτική χρώματος, ενώ αρχικός τ. τού συστήματος είναι το ουδ. ψαρί (πρβλ. θαλασσί: θαλασσής). Ο τ. ψαρύς κατά τα επίθ. σε -ύς].
Dictionary of Greek. 2013.