ψαρής

ψαρής
-ιά, -ί, και ψαρύς, -ιά, -ύ, Ν
1. (για πρόσ.) αυτός που έχει γκρίζα μαλλιά, ψαρός
2. (για ζώα και κυρίως για άλογα) αυτός που έχει τρίχωμα γκρίζου χρώματος
3. το αρσ. ως ουσ. ο ψαρής
το γκρίζο άλογο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψαρός* (< ψάρ «είδος πουλιού») + κατάλ. -ής, δηλωτική χρώματος, ενώ αρχικός τ. τού συστήματος είναι το ουδ. ψαρί (πρβλ. θαλασσί: θαλασσής). Ο τ. ψαρύς κατά τα επίθ. σε -ύς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ψαρής, -ιά, -ί — γκριζομάλλης, ασπρισμένος, ψαρός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γρίβας — I Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Αγωνίστηκε υπό τις διαταγές του Μακρυγιάννη και διακρίθηκε στις μάχες του Μαραθώνα, του Ωρωπού και της Αθήνας. 2. Δημήτριος. Ιερέας και Φιλικός. Μαζί με τον επίσκοπο Μεθώνης… …   Dictionary of Greek

  • ψαρύς — ιά, ύ, Ν βλ. ψαρής …   Dictionary of Greek

  • ψαραίνω — και ψαρύνω ψάρυνα, γίνομαι ψαρής, γκριζομάλλης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψαρός — ή, ό γκριζομάλλης, ασπρισμένος, ψαρής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”